Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἐπὶ μέρους

  • 1 ἐπι-δίδωμι

    ἐπι-δίδωμι (s. δίδωμι), außerdem geben, hinzufügen, Hes. O. 394; τινί τι, Il. 23, 559; in tmesi, 9, 290; von der Mitgift, als Aussteuer mitgeben, wie ὅπλα φησὶν ὁ ποιητὴς παρὰ ϑεῶν προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοϑῆναι Θέτιδι Plat. Legg. XII, 944 a; ἐπιδίδωμι αὐτῇ φερνὴν Μηδίαν Xen. Cyr. 8, 5, 19; προῖκα τάλαντον Dem. 40, 6, wie Is. 2, 4 u. öfter; ὁ ϑεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν Eur. Bacch. 1178; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Noth geben, im Ggstz von εἰςφέρειν, Is. 5, 37; oft in Dem. or. pro corona, μεγάλας ἐπιδόσεις §. 171; τριήρη 21, 160; τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις Thuc. 4, 11; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Antheile, Xen. Cyr. 1, 5, 1; – τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben, D. Sic. 14, 47; Plut. Alex. 19; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen, Num. 7; – ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen, ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως μοι Ar. Th. 213; vgl. Plat. Phil. 19 c; bes. Sp., αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin, Hdn. 2, 7, 9; εἴς τι, 3, 4, 2; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben, Ath. VIII, 525 e; εἰς ὑπερηφανίαν ibd. 536 a. – Häufig in Prosa intr., zunehmen, Fortschritte machen, ἢν οὕτω ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος Her. 2, 13; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden, Thuc. 6, 60; ἐπεδίδου ἐπὶ τὸ μεῖζον 8, 24; ἐς τὸ μισεῖσϑαι 8, 83; oft bei Plat. absolut, ἐπὶ τὸ βέλτιον Prot. 318 a; πρὸς ἀρετήν, in der Tugend, Legg. XI, 913 b; εἰς τὸ ὀξύτεροι γίγνεσϑαι Rep. VII, 526 b; πλεῖστον πρὸς ἀρετήν Isocr. 1, 12; πρὸς εὐδαιμονίαν 3, 32. Auch von Sachen, ἐπιδιδοῦσαν τὴν τῶν πολεμίων ἰσχύν Thuc. 7, 8; αἱ ἄλλαι τέχναι ἐπιδεδώκασι Plat. Hipp. mai. 281 d; Sp. – Im med., ϑεοὺς ἐπιδώμεϑα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen, Il. 22, 254; vgl. περιδίδωμι u. Herm. zu H. h. Merc. 383.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-δίδωμι

  • 2 μέρος

    μέρος, εος, τό, ([etym.] μείρομαι) first in h.Cer. 399 (v. infr. IV), h.Merc.53 (v. infr. II.2):—
    A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;

    μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71

    ;

    ἔχει δόμων μ. E.Ph. 483

    ;

    κτεάνων μ. A.Ag. 1574

    (anap.);

    συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11

    ; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;

    λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3

    ; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.
    2 heritage, lot, destiny,

    μεθέξειν τάφου μ. A.Ag. 507

    ;

    ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant. 147

    (anap.); τοῦτο γὰρ.. σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.
    II one's turn,

    ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69

    ;

    μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173

    ; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for.., A.Ch. 827 (lyr.), cf. Pl.R. 540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag. 291.
    2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph. 478, Arist.Pol. 1287a17;

    κατὰ μέρος h.Merc.53

    , Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id.Ag. 332, 1192, Th.8.93;

    ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b

    ; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or. 452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,

    ἄρχειν Plu.Fab.10

    , cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [

    ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst. 206

    (but also, partially, Alciphr.3.66).
    III the part one takes in a thing,

    μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT 1299

    ; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La. 180a.
    2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,

    ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT 1509

    , cf. Ant. 1062, Pl.Cri. 45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,

    οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr. 1215

    , cf. E.Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC 1366;

    τοὐκείνου μ. E.Hec. 989

    : rarely,

    κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e

    .
    IV part, opp. the whole,

    ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399

    , etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;

    μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1

    ; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D.59.101;

    τρία μέρη.., τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17

    J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν .. no fraction of.., i. e. infinitesimal compared with.., Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν.. τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk. 107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i A.D.);

    τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg. 795e

    ; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,

    πρασίνων μ. POxy.145.2

    (vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po. 1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.

    μ. λόγου D.T.634.4

    , A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.
    2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι .. X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.
    b with Preps.,

    κατά τι μέρος Pl.Lg. 757e

    ;

    κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti. 86d

    ; ἐκ μέρους in part,

    γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9

    (but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;

    ἐπὶ μέρους Luc.

    Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;

    αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10

    ; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.
    3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of.., consider as so and so,

    εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl.R. 348e

    ;

    οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148

    ; also

    ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50

    ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18;

    μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2

    ; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;

    ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31

    ;

    ἐν χάριτος μ. Id.21.165

    ; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;

    ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24

    ;

    ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R. 424d

    ; also

    εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17

    .
    4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέρος

  • 3 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

  • 4 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 5 καθόλου

    A on the whole, in general, = καθ' ὅλου (as it shd. perh. be written), Epist.Philipp. ap. D.18.77; κ. γράφειν, opp. κατὰ μέρος, Plb.3.32.8;

    κ. εἰπεῖν Arist.Top. 156a13

    , Plu.2.397c, etc.; οἱ κ. λόγοι general statements, opp. οἱ ἐπὶ μέρους, Arist.EN 1107a30 (but in Roman times, accounts kept by the central government, = Lat. summae rationes, OGI715.3 ([place name] Alexandria), D.C.79.21, etc.); τοῦτο γάρ ἐστι κ. μᾶλλον too general, Arist.Pol. 1265a31, cf. GA 748a8; ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις general history, Plb.1.4.2; τὸ κ. D.S.1.77, Plu. 2.569f; τὸ κ. τῆς μοχθηρίας, opp. τὸ πρὸς ἡμᾶς, ib.468e; οὐδ' οὗτος ἀποφαίνει κ. τὸ καταλειφθέν the whole amount left, D.27.43; ἐν τῷ κ. in general, speaking generally, Ath.1.30e, Arr.Epict.1.8.8, al.
    2 in the Logic of Arist., of terms, τὸ κ. general, opp. τὸ καθ' ἕκαστον (singular),

    λέγω δὲ κ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ ὃ μή Int. 17a39

    , cf. Metaph. 1023b29; opp. τὸ κατὰ μέρος, Rh. 1357b1, al.; hence, τὰ κ. universal truths,

    ἡ ποίησις μᾶλλον τὰ κ., ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕ. λέγει Po. 1451b7

    ; = γνῶμαι, ib. 1450b12; esp. commensurate predicate,

    ὃ ἂν κατὰ παντός τε ὑπάρχῃ καὶ καθ' αὑτὸ καὶ ᾗ αὐτό APo. 73b26

    ; as Adj., of propositions, λόγος κ. a universal statement, opp. ἐν μέρει, κατὰ μέρος (particular), ἀδιόριστος (infinite), APr. 24a17 sq.; of inference, ἡ κ. ἀπόδειξις universal proof, opp. κατὰ μέρος, APo. 85a13; hence, as predicate, κ. εἰσὶν [ αἱ ἀρχαί] Metaph. 1003a7; as Adv., κ. ἀποφαίνεσθαι ἐπὶ τοῦ κ. Int. 17b5, al.
    3 completely, entirely, Plb.1.20.2; οὐδὲ κ. μακρὸν πλοῖον no warships at all, ib.13, cf. LXXDa.3.50, al.;

    μηδὲ τέχνην εἶναι τὸ κ. τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.327S.

    (Written

    κατὰ ὅλου Pl.Men. 77a

    .)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθόλου

  • 6 ἀλλά

    ἀλλά A not combined with another particle.
    1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denial

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96

    οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37

    ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45

    εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186

    ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30

    κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35

    οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.

    20.

    δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128

    ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.
    2 without preceding negative; modifying a previous statement
    a

    ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54

    οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλP. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83

    ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132

    ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157

    ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    [ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]

    ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι

    φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    (Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.

    ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72

    σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.
    b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    c simply introducing a new attitude

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

    ἀλλεὔχεται P. 4.293

    3 introducing imperative, simm.
    a imperative proper.

    ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6

    ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-

    θμὸν O. 7.87

    ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.152

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35
    b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.
    c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35
    d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7

    4 in various minor uses.
    a introducing statement of intent by poet

    ἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74

    , cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.
    b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73
    c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεταιO. 1.84

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    B compounded with other particles.
    1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.
    a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.
    b emphasising a main point in contrast to preceding: yet

    εἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55

    οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53

    ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναιP. 4.32

    χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16

    (an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16
    c emphasising a maxim, breaking off narrative.

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.
    2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yet

    ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37

    3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77

    4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.
    5

    ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    C
    b dub. [ ἀλλὰ καὶ (coni. Hermann: ἅμα codd. contra metr.) O. 1.104] [ ἀλλὰ (codd. contra met.: ἄνα Kayser: ἄγε Maas.) O. 13.114] [ ἢ πόντου κενέωσιν ἀλλὰ πέδον (codd. Dion. Hal. contra metr.: <˘> ἂμ Hermann.) Pae. 9.16]

    Lexicon to Pindar > ἀλλά

  • 7 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 8 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 9 περιληπτικός

    A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6.
    II comprehending, i.e. understanding,

    π. τρόπος Epicur. Nat.28.2

    . Adv. - κῶς with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U.
    2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.;

    πάντων A.D.Synt.40.13

    (v.l.), cf. 285.4;

    τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9

    , cf. 7.143: [comp] Comp. - ώτερος Procl.Inst. 143 : [comp] Sup.- ώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective,

    ὄνομα D.T. 637.13

    , Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιληπτικός

  • 10 συγκεφαλαίωσις

    A summing up, summary, Pl.Def. 415b, Plb.9.32.6;

    τῶν εἰρημένων Phld.Rh.1.79

    S.;

    σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου S.E.M.7.224

    ; sum of numbers, Nicom.Ar.1.8, cf. Gal.18(2).652; entry in a register, PLond.2.259.56 (i A.D.), etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκεφαλαίωσις

  • 11 ἀντιστρέφω

    ἀντιστρέφω, [tense] pf. -έστροφα,
    A turn to the opposite side:—[voice] Pass., to be turned in the opposite direction, μόχλος ἀντεστραμμένος reversed lever, Ph.Bel.59.25; turn and look at, Aristaenet.1.4: also c. acc.,

    οὐδ' ἀ. ὃ λέγουσιν

    cast a glance at,

    Phld.Rh.1.245S.

    Adv.

    ἀντεστραμμένως Arist.IA 712a4

    .
    2 intr., wheel about, face about, X. Ages.1.16.
    II retort an argument,

    τοὺς λόγους Arist.Top. 163a30

    , cf. APr. 59b1;

    αἰτίας Procop.Pers.1.16

    .
    III correspond,

    ἀλλήλοις Anon.in Tht.19.47

    .
    IV in Logic, to be convertible, Arist. Cat. 14b11, al.; τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγοπεῖται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστπέφει are not conversely predicable of genera, ib. 2b21: impers.,

    ἀντιστρέφει

    the relation is reciprocal,

    Id.GC 337b23

    , cf. de An. 423a21, Pr. 883b8; περὶ ἀντιστπεφόντων λόγων καὶ συνημμένων complementary propositions, title of work by Chrysipp.: so of metaphors, Anon.Fig.p.228S.
    2 most freq. in the doctrine of syllogism, of reduction by conversion of one of the premisses, Arist. APr. 50b25; either of the terms, τὸ Β τῷ Α ἀντιστρέφει the term B is convertible with A, ib. 67b30,al.; τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀ. ib.38; ἀ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος ib. 31a27, al.; or of the propositions, ib. 25a8, al.; ἀ. καθόλου to be simply convertible, ib.28; ἀ. ἐπὶ μέρους, ἐν μέρει, κατὰ μέρος, ib. 39a15, 25a8,10.
    3 in [voice] Pass., of propositions, to be converted or changed into their opposites, Id.APr. 45b6, APo. 80b25, al.
    4 to be interdependent, have a reciprocal nexus,

    τὰ μὲν οὖν ἀ... καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ ὑπ' ἀλλήλων Id.GC 328a19

    : hence of cyclical argument, ἐν μόνοις τοῖς ἀ. κύκλῳ καὶ δι' ἀλλήλων (sc. αἱ ἀποδείξεις) Id.APr. 58a13, cf. APo. 95b40, GC 337b23.
    V [tense] pf. part. [voice] Pass., conversely opposed, of concavities, facing one another,

    ἀντεστραμμένα πρὸς ἄλληλα Id.HA 498a8

    ; but, back to back, Plb.6.32.6.
    2 in Logic, converted,

    συλλογισμὸς -μμένος Arist.APr. 44a31

    ; πρότασις ib. 58a1; ἀ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς its converse, Id.GA 784b16;

    ἡ ἀ. πρόσθεσις Id.Ph. 207a23

    .
    3 Adv. ἀντεστραμμένως inversely, ib. 206b5; conversely, PA 684b35, IA 712a4, al.; in Logic, opposedly, Id.Int. 22a34.
    VI of lyrics, possess strophe and antistrophe, Aristid.Quint.1.29, Sch.Ar.Ach. 1037, Sch.Heph. p.167C.
    VII of grammatical construction, to be inverted, A.D. Synt.180.16,al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστρέφω

  • 12 ὅστις

    ὅστις, ἥτις, ὅ τι (sts. written ὅ, τι to dist. it from ὅτι,
    A that): Hom. has also the masc. collat. form

    ὅτις Od.1.47

    , al. (also in Critias 2.9 and [dialect] Ion. and Arc. Prose, Jahresh.12.136 ([place name] Erythrae), IG12(5).22 ([place name] Ios), 5(2).343.34 (Orchom. Arc.)) and the neut.

    ὅττι Od.9.402

    , al., cf.

    ὄττι Alc.45

    .—In some forms only the second part is inflected, viz. gen.

    ὅτου Th.1.23

    , al., [dialect] Ep.

    ὅττεο Od.1.124

    , later [dialect] Ion. ὅτεο Jahresh.l.c., [var] contr.

    ὅττευ Od.17.121

    , ὅτευ ib. 421, Hdt.1.7; Lesb.

    ὄττω Sapph.Supp.5.3

    ; dat.

    ὅτῳ Th.1.36

    , al.; perh. also in [dialect] Ion., Emp. 2.5, Democr.99, Hp.VC14; [dialect] Ep.

    ὅτεῳ Od.2.114

    , and as disyll., Il.12.428, 15.664; so Hdt.1.86, al., Democr.100, Heraclit.15, SIG194.21 (Amphipolis, iv B. C.); Arc. ὀσέοι IG5(2).262.14 (Mantinea, v B. C.); [dialect] Ep. acc.

    ὅτινα Od.8.204

    , 15.395; Delph. gen.

    ὅτινος IG22.1126.37

    (iv B. C.), also Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene); Delph. dat.

    ὅτινι IG 22.1126.25

    ; Cret. dat. sg.

    ὄτιμι Leg.Gort.7.51

    , 8.7, al.: pl., nom. masc. Arg.

    ὄττινες Mnemos.44.65

    (iii B. C.); neut.

    ὅτινα Il.22.450

    ; gen.

    ὅτεων Od.10.39

    , Hdt.8.65, [dialect] Att.

    ὅτων S.OT 414

    , X.An.7.6.24 (cj.), Oec.3.2 (cj.) (also in Hes.Fr. 238, Anaxag.12, Hp.Aër.21); dat. ὁτέοισι ([etym.] ν) Il.15.491, Hdt.2.82, [dialect] Att.

    ὅτοισι S.Ant. 1335

    , Ar.Eq. 758,

    ὅτοις S.Tr. 1119

    ; acc.

    ὅτινας Il.15.492

    , [dialect] Aeol.

    ὄττινας Sapph.12

    : in a few forms only the first part is inflected, Cret. gen. sg. ὦτι prob. in Leg.Gort.1.5, 2.50, 11.50, al., GDI4993 ii 10: neut. pl.

    ἄτι Leg.Gort.2.47

    , al.: of the forms with double inflexion Hom. has only

    ὅν τινα Il.2.188

    , al.,

    ἥν τινα 3.286

    , al.,

    οἵ τινες Od.4.94

    , al.,

    οὕς τινας Il.4.240

    , al.,

    ἅς τινας Od.8.573

    ; ᾧτινι first in Hes.Op.31,

    ἧστινος A.Ag. 1358

    ,

    ᾗ τινι δή Th.8.87

    ,

    οἷστισι Ar. Pax 1279

    : [dialect] Att. Inscrr. have ἧστινος ᾗτινι along with masc. and neut. ὅτου ὅτῳ, and this rule holds with few exceptions in Trag. and [dialect] Att. Prose before iv B. C.; ᾡτινιοῦν occurs in Lys.1.37, etc.: ὅτῳ rarely as fem., E.IT 1071.—For the [dialect] Ion. and [dialect] Ep. form [full] ἅσσα, [dialect] Att. ἅττα, v. ἅσσα.—On the concord and construction cf.

    ὅς B. 1.1

    ,3, 11.3, 111.2a,b:—Radic. sense, any one who, anything which, whosoever, whichsoever;

    ὣς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι Od.1.47

    ;

    ἀθανάτων ὅς τίς σε φυλάσσει 15.35

    , etc.: freq. without express antec.,

    χαίρει δέ μιν ὅς τις ἐθείρῃ Il.21.347

    ;

    ἆσσον ἴτω ὅς τις δέπας οἴσεται 23.667

    : hence freq. in maxims or sentiments,

    οὐκ ἔστιν ὅ. πάντ' ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ Ar.Ra. 1217

    ;

    μακάριος ὅ. οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει Men.114

    ; οὗτος βέλτιστος ἂν εἴη, ὅ. .. Lys.3.4, etc.: freq. in such phrases as ὅστις εἶ, ὅστις ἐστί, v. ὅς B. 111.2; ἔστιν ὅ., freq. with a neg.,

    οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν.. ἡγήσαιτο Il.2.687

    ;

    οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί A.Pr. 293

    (anap.), cf. 989, 1070 (anap.), etc.;

    εἰσὶν οἵτινες S.Fr.354.5

    ; οὐδὲν ὅ τι οὐ .. everything, Hdt. 5.97, Th.7.87:—in these phrases the case of ὅστις commonly depends on that of οὐδείς; but sts. the reverse, v. οὐδείς 1.2: also joined with [comp] Sup., τρόπῳ ὅτῳ ἂν δύνωνται ἰσχυροτάτῳ Foed. ap. Th.5.23;

    ὅντινα ἀφανέστατον δύναιντο τρόπον Paus.10.1.5

    : in Trag. and [dialect] Att. sts. strengthd. by an antec. πᾶς, but only in sg.,

    ἅπας δὲ τραχὺς ὅ. ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35

    , cf. Th.8.90 ( πάντες ὅσοι being commonly used in pl., not πάντες οἵτινες; but

    πᾶσιν.. ὅστις ἐρωτᾷ IG12.410

    ).
    II referring to a definite object, prop. only when a general notion is implied, Πολυκράτεα.., δι' ὅντινα κακῶς ἤκουσε, not the man through whom, but one through whom.., Hdt.3.120; τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν, ὅστις πέφασμαι φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν may I see thee now for the last time, I who am one born from sinful parentage, S.OT 1184, cf. A.Pr. 38, Ag. 1065; but in quite definite sense,

    βωμόν, ὅστις νῦν ἔξω τῆς πόλεώς ἐστι Th.6.3

    : sts. even with οὗτος or ὅδε as antec., Hdt.1.167, 2.99, 6.47, E.Hipp. 943, Theoc.8.87.
    2 ἐφ' ὅτῳ, = ἐφ' ᾧτε, D.S.16.4; so

    ἐφ' ὅτῳ τε Delph.3(2).236

    (ii B. C.).
    III in indirect questions, Hom., etc.,

    εἴπ' ἄγε μοι καὶ τόνδε.., ὅς τις ὅδ' ἐστί Il.3.192

    , cf. 167, etc.; ἔσπετε νῦν μοι, Μοῦσαι, ὅς τις δὴ κτλ. who it was that.., 14.509;

    ξεῖνος ὅδ', οὐκ οἶδ' ὅς τις Od.8.28

    : in dialogue, when the person questioned repeats the question asked by τίς, as

    οὗτος τί ποιεῖς;—ὅ τι ποιῶ

    ;

    Ar.Ra. 198

    ; ἀλλὰ τίς γὰρ εἶ;—ὅστις;

    πολίτης χρηστός Id.Ach. 595

    , cf. Pl. 462, Pl.Euthphr.2c, etc.
    2 rare and late in direct questions,

    ὅ τι ἐστὶ τὸ ἐμποδίζον

    ;

    A.D.Adv.140.12

    ; ἀνθ' ὅτου .. ; = why? Jul.Ep.82p.109B.-C.; cf. ὅπως.
    IV limited or made more indefinite by the addition of Particles:
    b ὁστισοῦν, ὁτιοῦν anybody (anything) whatsoever, Th.4.16, Pl. Smp. 198b, etc.;

    μετὰ ὁτουοῦν τρόπου Th.8.27

    ;

    ὁτῳοῦν Pl.Tht. 175a

    ; εἷς ὁστισοῦν any one person, Arist.Pol. 1286a31: freq. with neg.,

    μηδ' ἂν ὁστισοῦν τυγχάνῃ ὤν Pl.Euthphr.5e

    , cf. Phd. 78d, etc.; οὐδ' ὁτιοῦν not the least mite, nothing whatsoever, Ar.Nu. 344, Pl. 385;

    μηδοτιοῦν Thgn.64

    : rarely, = whoever (whatever), as subject of a verb, ὁτιοῦν ἔτυχε τῶν ἐπὶ μέρους (v.l. ὅτι ἄν) Arist.Mu. 391a22.
    c

    ὁστισδηποτοῦν D.40.8

    , Aeschin.1.164.
    3 ὅστις ποτε whoever, A.Ag. 160(lyr.), cf. Hdt.8.65.
    4 ὅστις περ (cf. ὅσπερ), mostly in neut.,

    ὅ τι πέρ ἐστ' ὄφελος Ar.Ec.53

    , cf. Pl.R. 492e: in masc., D.21.225.
    5 ὅστις τε, where τε is otiose as in ὅστε, Il.23.43, al.
    V neut. ὅ τι used abs. as a Conj., v. ὅ τι.
    VI ἐξ ὅτου from which time, S.OC 345, Tr. 326, Ar.Nu. 528, X.Cyr.8.2.16, etc.;

    ἐξ ὅτου περ Ar.Ach. 596

    ; ἀπ' ὅτευ since.., Hdt.1.7, cf. SIG45.18 (Halic., v B. C.); so

    ἕως ὅτου

    until..,

    Ev.Luc.13.8

    .
    2 from what cause, S. Tr. 671, E.Cyc. 639.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅστις

  • 13 ἐπιδίδωμι

    ἐπι-δίδωμι, außerdem geben, hinzufügen; von der Mitgift: als Aussteuer mitgeben; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Not geben, im Ggstz von εἰςφέρειν; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Anteile; τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen; ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen; αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben; intr., zunehmen, Fortschritte machen; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden; absolut, πρὸς ἀρετήν, in der Tugend; ϑεοὺς ἐπιδώμεϑα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐπιδίδωμι

  • 14 θάτερον

    θάτερον (genauer ϑἄτερον geschrieben), τό, att. = τὸ ἕτερον, wie ϑάτερα = τὰ ἕτερα imasc. ἅτερος, ϑἀτέρου, ϑἀτέρῳ, gew. ohne die Koronis geschrieben, erst Sp. sagen ϑάτερος, von Thom. Mag. getadelt, vgl. Luc. Pseudol. 291; δυοῖν λόγοιν σε ϑατέρῳ δωρήσομαι Aesch. Prom. 780; ἢ ϑάτερον δεῖ δυςτυχεῖν ἢ ϑάτερον Eur. Ion 849; oft bei Plat., Ggstz ταὐτόν Soph. 254 d. Bes. ἐπὶ ϑάτερα, auf die andere, entgegengesetzte Seite, τοτὲ μὲν ἐπὶ ϑάτερα, τοτὲ δ' ἐπὶ ϑάτερα τοὺς λόγους ἕλκων, bald hier-, bald dorthin, Soph. 259 c; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα, von der entgegengesetzten Seite her, Prot. 314 e, wie Thuc. 7, 37; Xen. An. 5, 4, 10, oft; Sp., ἐκ μὲν ϑατέρου μέρους, ἐκ δὲ ϑατέρου, Pol. 5, 46, 1. Euphemistisch für κακόν, wie Dem. 22, 12 sagt ἀγαϑὰ ἢ ϑάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον; vgl. Plat. Euthyd. 280 e Phaed. 114 e.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > θάτερον

  • 15 πλείων

    πλείων, [full] πλέων, , , neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, [comp] Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),
    A more, of number, size, extent, etc.,

    οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739

    ;

    πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op. 380

    ; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than.., Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr. 731;

    ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39

    ; πλείω τὸν πλοῦν.. ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti. 75c;

    μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R. 435d

    , etc.; of Time, longer,

    π. χρόνος Hdt. 9.111

    , S.Ant.74;

    πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252

    .
    2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277;

    οἱ πλεῦνες Hdt.1.106

    , etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead,

    ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec. 1073

    ;

    εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42

    (Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of.., Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC 1211 (lyr.);

    τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17

    , cf. 92.
    II pecul. usages of neut.:
    1 as a Noun, more,

    πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19

    , etc.;

    εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89

    ; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp. 158 (Musgr. for τί δὲ.. ); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing,

    τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT 1189

    (lyr.);

    τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118

    , etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen. 661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R. 343d, 349b, etc.;

    τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18

    : more fully,

    μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606

    ;

    π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29

    ;

    π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4

    , etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful,

    βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Pl.Ap. 19a

    ; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.;

    παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT 918

    ;

    οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b

    ;

    οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp. 284

    ;

    οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA 1373

    , And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht. 161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.;

    τί π. πλουτεῖν.. πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl. 531

    ;

    τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel. 322

    ;

    τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1

    (Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); also

    οὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4

    (= And.1.7), cf. D.35.31;

    ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28

    ;

    οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R. 341a

    ;

    τί τὸ π.; Epigr.Gr.306

    a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr. 261b, etc.: c. gen., beyond,

    ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9

    (but,

    ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας

    to surpassing height in..,

    Theoc.1.20

    ); also

    ὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC 1219

    codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.
    2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief.., Hdt.8.100;

    οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41

    ;

    σέ.. τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT 700

    ;

    ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125

    ; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 ([place name] Syracuse); also τὸ π., [dialect] Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much.., as.., Id.1.83.
    b with Numerals,

    τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6

    ;

    οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23

    ; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.);

    π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3

    :—in this sense a short form πλεῖν is used by [dialect] Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.),

    πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach. 858

    ; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444;

    στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6

    , cf. Nu. 1041, 1065, al.;

    πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys. 589

    ;

    πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18

    , cf. 91; πλεῖν ( πλεῖον codd.)

    ἢ πέντε τάλαντα D.21.173

    ;

    πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10

    ; is freq. omitted,

    πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av. 1251

    ; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap. 17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg. 932c;

    τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16

    ;

    λίθους.. ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16

    : with number in gen.,

    κώμας.. οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34

    , cf. 7.3.12.
    d pl. πλείω used like πλέον, Th.1.3, Pl.R. 417b, D. 23.213, etc.;

    τὰ π. Th.1.81

    ;

    πλέω A.Ag. 868

    codd.
    e regul. Adv.

    πλειόνως Aen.Tact.7.4

    , J.AJ17.1.1.
    B FORMS: [dialect] Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI 5125 B8, also πλίαδ ([etym.] δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also [dialect] Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl.

    πλεόνεσσι Il.13.739

    ( πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut.

    πλίον Leg.Gort.1.37

    , al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; [dialect] Aeol. [full] πλήων Hdn.Gr.2.431, also late [dialect] Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); [dialect] Att. Inscrr. have - ει- always before - ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but - ε- and - ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλείων

  • 16 πρυτανεῖον

    πρῠτᾰν-εῖον, [dialect] Ion. [suff] πρῠτᾰν-ήϊον (also [full] βρυτανεῖον, Schwyzer 183.15 (Crete, iii B.C.), cf. Sch.Pi.N.11.1, and
    A v. πρυτανεύω), τό, the magistrates' hall, town hall, Hdt.1.146, 3.57, 7.197, Ar.Ach. 125, Th. 2.15, D.19.32, etc.; ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι, Ar. Pax 1084, Pl. Ap. 36d, cf. IG12.77.4,13;

    ἐπὶ δεῖπνον εἰς τὸ π. καλεῖν τινα D.50.13

    , Aeschin.2.46, cf. Ar.Eq. 1404; καλέσαι ἐπὶ ξένια εἰς πρυτανεῖον prob. in IG12.19;

    εἰς π. ἐκάλεσα D.19.234

    ; οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, π. ταῦτα πάντα προσαγορεύεται are called free tables, Timocl.8.18, cf. SIG4 (Cyzicus, vi B.C.): metaph.,

    τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ π. τῆς σοφίας Pl.Prt. 337d

    , cf. Theopomp.Hist.267.
    II a law-court at Athens, τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασθέντες, D.23.76, Decr. ap. And.1.78, cf. Plu.Sol.19.
    2 πρυτανεῖα, τά, sum deposited by each party to a lawsuit before the suit began, π. τιθέναι, κατατιθέναι, IG12.22.33, 28.5, cf. Ar.Nu. 1136, 1180, V. 659, etc.;

    ἄνευ πρυτανείων IG12.3.29

    ; π. τιθέτω ὁ διώκων τοῦ αὑτοῦ μέρους Lex ap. D.43.71; ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (sc. τῶν πρυτανείων) Ar.Nu. 1191; δέχεσθαι τὰ π. to receive this deposit, i.e. to allow the action to be brought, ib. 1197; π. ἐκτίνειν to pay this deposit, D.47.64.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεῖον

  • 17 ὥρα

    ὥρα or [full] ὤρα (B), only in [dialect] Ion. form [full] ὥρη, or [full] ὤρη, some part of a sacrificial victim,
    A

    λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2

    (Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)
    ------------------------------------
    ὥρα (C), [dialect] Ion. [full] ὥρη, : [dialect] Ep. gen. pl. ὡράων, [dialect] Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.
    A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.),

    νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4

    , cf. E.Alc. 449(lyr.), Pl.R. 527d;

    τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240

    ([place name] Samothrace): but specially,
    I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons,

    ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od.2.107

    , 19.152;

    ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295

    , 14.294;

    ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469

    , cf. Hes. Th. 58;

    Διὸς ὧραι Od.24.344

    , cf. Pi.O.4.2;

    ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Hdt.2.4

    , cf. 1.32;

    δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4

    ; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77;

    περιτελλομέναις ὥραις S.OT 156

    (lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av. 696 (anap.);

    ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg. 906c

    , cf. Smp. 188a, etc.;

    τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47

    ; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt. 344d;

    ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39

    ; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA 786a31;

    οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol. 1335a37

    .—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:
    a spring,

    ἔαρος.. ὥρη Il.6.148

    ;

    ὥρη εἰαρινή 2.471

    , 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and [dialect] Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu. 1008 (anap.), E.Cyc. 508 (lyr.);

    ὥρα νέα Ar.Eq. 419

    ;

    νεᾶνις E.Ph. 786

    (lyr.); v. infr. 2.
    b summer,

    θέρεος ὥρη Hes.Op. 584

    , 664;

    ὥρα θερινή X.Cyn.9.20

    , Pl.Epin. 987a, etc.
    c winter,

    χείματος ὥρη Hes.Op. 450

    ;

    ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485

    , Hes.Op. 494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137;

    χιονοβόλος Plu.2.182e

    .—A. also names three seasons, Pr. 454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68,

    χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av. 709

    (anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr. 943 (hex.): later, seven seasons are named,

    ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17

    .
    b in historians, the campaigning season,

    τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13

    ; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg. 952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.
    3 the year generally,

    τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12

    ; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep. 346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also

    εἰς ἄλλας ὥρας

    hereafter,

    E.IA 122

    (lyr.);

    ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu. 562

    (lyr.);

    ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th. 950

    (anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; also

    ὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25

    ; cf. ὥρασιν.
    4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons);

    τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106

    ; cf. Pl.Criti. 111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.
    II time of day,

    νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67

    , 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.;

    πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31

    ;

    μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1

    : without ἡμέρας or

    νυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg. 784a

    ;

    τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22

    ; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26;

    τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84

    ;

    ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb. 793 xi 12

    (ii B. C.);

    πολλῆς ὥρας

    it being late,

    Plb.5.8.3

    ;

    ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35

    ; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.
    b duration, interval or lapse of time,

    μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69

    ; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.)

    ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3

    (Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.
    b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι ( ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c),

    ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182

    ;

    οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9

    ;

    ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782

    (Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art.,

    ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3

    (ii A. D.),

    τρίτης ὥρας Plu.Rom.12

    ; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5;

    χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52

    , cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ ¯ - to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.
    c

    τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109

    ; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox.,

    ἥμισυ ζῳδίου.., ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11

    , cf. 16.2; cf.

    δωδεκάωρος 11

    .
    III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf.

    ὡρονόμος 11

    ,

    ὡροσκόπος 11

    ), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.
    B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in [dialect] Att.), freq. in Hom. (v. infr.);

    ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247

    ;

    ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34

    ;

    ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2

    ; but with Art.,

    τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6

    : freq. in later writers,

    τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3

    , etc.
    2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10;

    ὥρη δόρποιο Od.14.407

    ;

    περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81

    , X.HG1.1.13;

    πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126

    ;

    ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61

    ;

    γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32

    ; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op. 460, 575;

    μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3

    (Oropus, iv B. C.);

    καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034

    (anap.);

    ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA 509b20

    ; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.
    3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing,

    ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330

    , cf. 373; so also in Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 1584, Heracl. 288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt. 361e, 362a; so

    δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11

    , cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf.,

    ὥρα δ' ἐμπόρους καθιέναι ἄγκυραν A.Ch. 661

    , cf. S.OT 466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht. 145b: in these phrases the inf. [tense] pres. is almost universal; the [tense] aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj. 245 (lyr.), Ar.Ach. 393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the [tense] pf. in

    ὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d

    : sts. the inf. must be supplied,

    οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394

    , cf. E.El. 112 (lyr.), Ar.Ec. 877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.
    4 in various adverb. usages,

    τὴν ὥρην

    at the right time,

    Hdt.2.2

    , 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc. 401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1;

    [ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete. 371b31

    ;

    δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417

    ; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour.., A.Eu. 109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V. 242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra. 382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for.., POxy.41.29 (iii/iv A. D.));

    οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3)

    No.406, cf.

    ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12

    , Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp.

    παρ' ὥρην AP7.534

    (Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—

    πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16

    ;

    πρὸ ὥρας Luc.Luct.13

    ;

    πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26

    (Epid., i A. D.);

    πρὶν ὥρας Pi.P.4.43

    (cf.

    πρίν A. 11.4

    ).
    II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1;

    ὥραν ἐχούσας A.Supp. 997

    , cf. Th.13, 535;

    παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705

    (anap.);

    πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R. 474d

    ; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d;

    ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R. 474e

    ;

    ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men. 76b

    ; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr. 234a;

    ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R. 475a

    ;

    τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58

    ; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e;

    ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN 1174b33

    , cf. 1157a8.
    2 freq. involving an idea of beauty,

    φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av. 1724

    (lyr.);

    ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54

    ;

    κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134

    , cf. ib.158;

    καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104

    , cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg. 837b;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu.

    Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21;

    τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344

    S.:—then,
    b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.;

    γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3

    , cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general,

    χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d

    .
    3 Ὥρα personified, like Ἥβη, Pi.N.8.1.
    III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year,

    ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1

    .
    C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib. 433;

    Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2

    ; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901;

    Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17

    , cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap. 194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr. 1044 (i B. C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὥρα

  • 18

    ὁ, ἡ, τό pl. οἱ, αἱ, τά article, derived fr. a demonstrative pronoun, ‘the’. Since the treatment of the inclusion and omission of the art. belongs to the field of grammar, the lexicon can limit itself to exhibiting the main features of its usage. It is difficult to set hard and fast rules for the employment of the art., since the writer’s style had special freedom of play here—Kühner-G. I p. 589ff; B-D-F §249–76; Mlt. 80–84; Rob. 754–96; W-S. §17ff; Rdm.2 112–18; Abel §28–32; HKallenberg, RhM 69, 1914, 642ff; FVölker, Syntax d. griech. Papyri I, Der Artikel, Progr. d. Realgymn. Münster 1903; FEakin, AJP 37, 1916, 333ff; CMiller, ibid. 341ff; EColwell, JBL 52, ’33, 12–21 (for a critique s. Mlt-H.-Turner III 183f); ASvensson, D. Gebr. des bestimmten Art. in d. nachklass. Epik ’37; RFink, The Syntax of the Greek Article ’53; JRoberts, Exegetical Helps, The Greek Noun with and without the Article: Restoration Qtly 14, ’71, 28–44; HTeeple, The Greek Article with Personal Names in the Synoptic Gospels: NTS 19, ’73, 302–17; Mussies 186–97.
    this one, that one, the art. funct. as demonstrative pronoun
    in accordance w. epic usage (Hes., Works 450: ἡ=this [voice]) in the quot. fr. Arat., Phaenom. 5 τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν for we are also his (lit. this One’s) offspring Ac 17:28.
    ὁ μὲν … ὁ δέ the one … the other (Polyaenus 6, 2, 1 ὁ μὲν … ὁ δὲ … ὁ δε; PSI 512, 21 [253 B.C.]); pl. οἱ μὲν … οἱ δέ (PSI 341, 9 [256 B.C.]; TestJob 29:1) some … others w. ref. to a noun preceding: ἐσχίσθη τὸ πλῆθος … οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις Ac 14:4; 17:32; 28:24; 1 Cor 7:7; Gal 4:23; Phil 1:16f. Also without such a relationship expressed τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς Eph 4:11. οἱ μὲν … ὁ δέ Hb 7:5f, 20f. οἱ μὲν … ἄλλοι (δέ) J 7:12. οἱ μὲν … ἄλλοι δὲ … ἕτεροι δέ Mt 16:14. τινὲς … οἱ δέ Ac 17:18 (cp. Pla., Leg. 1, 627a; 2, 658 B.; Aelian, VH 2, 34; Palaeph. 6, 5).—Mt 26:67; 28:17 οἱ δέ introduces a second class; just before this, instead of the first class, the whole group is mentioned (cp. X., Hell. 1, 2, 14, Cyr. 3, 2, 12; KMcKay, JSNT 24, ’85, 71f)= but some (as Arrian, Anab. 5, 2, 7; 5, 14, 4; Lucian, Tim. 4 p. 107; Hesych. Miles. [VI A.D.]: 390 Fgm. 1, 35 end Jac.).
    To indicate the progress of the narrative, ὁ δέ, οἱ δέ but he, but they (lit. this one, they) is also used without ὁ μέν preceding (likew. Il. 1, 43; Pla., X.; also Clearchus, Fgm. 76b τὸν δὲ εἰπεῖν=but this man said; pap examples in Mayser II/1, 1926, 57f) e.g. Mt 2:9, 14; 4:4; 9:31; Mk 14:31 (cp. Just., A II, 2, 3). ὁ μὲν οὖν Ac 23:18; 28:5. οἱ μὲν οὖν 1:6; 5:41; 15:3, 30.—JO’Rourke, Paul’s Use of the Art. as a Pronoun, CBQ 34, ’72, 59–65.
    the, funct. to define or limit an entity, event, or state
    w. nouns
    α. w. appellatives, or common nouns, where, as in Pla., Thu., Demosth. et al., the art. has double significance, specific or individualizing, and generic.
    א. In its individualizing use it focuses attention on a single thing or single concept, as already known or otherwise more definitely limited: things and pers. that are unique in kind: ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα, ὁ κόσμος, ἡ κτίσις, ὁ θεός (BWeiss [s. on θεός, beg.]), ὁ διάβολος, ὁ λόγος (J 1:1, 14), τὸ φῶς, ἡ σκοτία, ἡ ζωή, ὁ θάνατος etc. (but somet. the art. is omitted, esp. when nouns are used w. preps.; B-D-F §253, 1–4; Rob. 791f; Mlt-Turner 171). ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ J 18:20.—Virtues, vices, etc. (contrary to Engl. usage): ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἁμαρτία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σοφία et al.—The individualizing art. stands before a common noun that was previously mentioned (without the art.): τοὺς πέντε ἄρτους Lk 9:16 (after πέντε ἄρτοι vs. 13). τὸ βιβλίον 4:17b (after βιβλίον, vs. 17a), τοὺς μάγους Mt 2:7 (after μάγοι, vs. 1). J 4:43 (40); 12:6 (5); 20:1 (19:41); Ac 9:17 (11); Js 2:3 (2); Rv 15:6 (1).—The individ. art. also stands before a common noun which, in a given situation, is given special attention as the only or obvious one of its kind (Hipponax [VI B.C.] 13, 2 West=D.3 16 ὁ παῖς the [attending] slave; Diod S 18, 29, 2 ὁ ἀδελφός=his brother; Artem. 4, 71 p. 245, 19 ἡ γυνή=your wife; ApcEsdr 6:12 p. 31, 17 μετὰ Μωσῆ … ἐν τῷ ὄρει [Sinai]; Demetr. (?): 722 fgm 7 Jac. [in Eus., PE 9, 19, 4] ἐπὶ τὸ ὄρος [Moriah]) τῷ ὑπηρέτῃ to the attendant (who took care of the synagogue) Lk 4:20. εἰς τὸν νιπτῆρα into the basin (that was there for the purpose) J 13:5. ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπο here is this (wretched) man 19:5. ἐκ τῆς παιδίσκης or ἐλευθέρας by the (well-known) slave woman or the free woman (Hagar and Sarah) Gal 4:22f. τὸν σῖτον Ac 27:38. ἐν τῇ ἐπιστολῇ 1 Cor 5:9 (s. ἐπιστολή) τὸ ὄρος the mountain (nearby) Mt 5:1; 8:1; 14:23; Mk 3:13; 6:46; Lk 6:12; 9:28 al.; ἡ πεισμονή this (kind of) persuasion Gal 5:8. ἡ μαρτυρία the (required) witness or testimony J 5:36.—The art. takes on the idea of κατʼ ἐξοχήν ‘par excellence’ (Porphyr., Abst. 24, 7 ὁ Αἰγύπτιος) ὁ ἐρχόμενος the one who is (was) to come or the coming one par excellence=The Messiah Mt 11:3; Lk 7:19. ὁ προφήτης J 1:21, 25; 7:40. ὁ διδάσκαλος τ. Ἰσραήλ 3:10 (Ps.-Clem., Hom. 5, 18 of Socrates: ὁ τῆς Ἑλλάδος διδάσκαλος); cp. MPol 12:2. With things (Stephan. Byz. s.v. Μάρπησσα: οἱ λίθοι=the famous stones [of the Parian Marble]) ἡ κρίσις the (last) judgment Mt 12:41. ἡ ἡμέρα the day of decision 1 Cor 3:13; (cp. Mi 4:6 Mt); Hb 10:25. ἡ σωτηρία (our) salvation at the consummation of the age Ro 13:11.
    ב. In its generic use it singles out an individual who is typical of a class, rather than the class itself: ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος Mt 12:35. κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον 15:11. ὥσπερ ὁ ἐθνικός 18:17. ὁ ἐργάτης Lk 10:7. ἐγίνωσκεν τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ J 2:25. τὰ σημεῖα τοῦ ἀποστόλου 2 Cor 12:12. ὁ κληρονόμος Gal 4:1. So also in parables and allegories: ὁ οἰκοδεσπότης Mt 24:43. Cp. J 10:11b, 12. The generic art. in Gk. is often rendered in Engl. by the indef. art. or omitted entirely.
    β. The use of the art. w. personal names is varied; as a general rule the presence of the art. w. a personal name indicates that the pers. is known; without the art. focus is on the name as such (s. Dssm., BPhW 22, 1902, 1467f; BWeiss, D. Gebr. des Art. b. d. Eigennamen [im NT]: StKr 86, 1913, 349–89). Nevertheless, there is an unmistakable drift in the direction of Mod. Gk. usage, in which every proper name has the art. (B-D-F §260; Rob. 759–61; Mlt-Turner 165f). The ms. tradition varies considerably. In the gospels the art. is usu. found w. Ἰησοῦς; yet it is commonly absent when Ἰ. is accompanied by an appositive that has the art. Ἰ. ὁ Γαλιλαῖος Mt 26:69; Ἰ. ὁ Ναζωραῖος vs. 71; Ἰ. ὁ λεγόμενος Χριστός 27:17, 22. Sim. Μαριὰμ ἡ μήτηρ τοῦ Ἰ. Ac 1:14. The art. somet. stands before oblique cases of indecl. proper names, apparently to indicate their case (B-D-F §260, 2; Rob. 760). But here, too, there is no hard and fast rule.—HTeeple, NTS 19, ’73, 302–17 (synopt.).
    γ. The art. is customarily found w. the names of countries (B-D-F §261, 4; W-S. § 18, 5 d; Rob. 759f); less freq. w. names of cities (B-D-F §261, 1; 2; Rob. 760; Mlt-Turner 170–72). W. Ἰερουσαλήμ, Ἱεροσόλυμα it is usu. absent (s. Ἱεροσόλυμα); it is only when this name has modifiers that it must have the art. ἡ νῦν Ἰ. Gal 4:25; ἡ ἄνω Ἰ. vs. 26; ἡ καινὴ Ἰ. Rv 3:12. But even in this case it lacks the art. when the modifier follows: Hb 12:22.—Names of rivers have the art. ὁ Ἰορδάνης, ὁ Εὐφράτης, ὁ Τίβερις Hv 1, 1, 2 (B-D-F §261, 8; Rob. 760; Mlt-Turner 172). Likew. names of seas ὁ Ἀδρίας Ac 27:27.
    δ. The art. comes before nouns that are accompanied by the gen. of a pronoun (μοῦ, σοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτοῦ, ἑαυτοῦ, αὐτῶν) Mt 1:21, 25; 5:45; 6:10–12; 12:49; Mk 9:17; Lk 6:27; 10:7; 16:6; Ro 4:19; 6:6 and very oft. (only rarely is it absent: Mt 19:28; Lk 1:72; 2:32; 2 Cor 8:23; Js 5:20 al.).
    ε. When accompanied by the possessive pronouns ἐμός, σός, ἡμέτερος, ὑμέτερος the noun always has the art., and the pron. stands mostly betw. art. and noun: Mt 18:20; Mk 8:38; Lk 9:26; Ac 26:5; Ro 3:7 and oft. But only rarely so in John: J 4:42; 5:47; 7:16. He prefers to repeat the article w. the possessive following the noun ἡ κρίσις ἡ ἐμή J 5:30; cp. 7:6; 17:17; 1J 1:3 al.
    ζ. Adjectives (or participles), when they modify nouns that have the art., also come either betw. the art. and noun: ἡ ἀγαθὴ μερίς Lk 10:42; τὸ ἅγιον πνεῦμα 12:10; Ac 1:8; ἡ δικαία κρίσις J 7:24 and oft., or after the noun w. the art. repeated τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Mk 3:29; J 14:26; Ac 1:16; Hb 3:7; 9:8; 10:15. ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος 1J 1:2; 2:25. τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν Ac 12:10. Only rarely does an adj. without the art. stand before a noun that has an art. (s. B-D-F §270, 1; Rob. 777; Mlt-Turner 185f): ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ 1 Cor 11:5. εἶπεν μεγάλῃ τῇ φωνῇ Ac 14:10 v.l.; cp. 26:24. κοιναῖς ταῖς χερσίν Mk 7:5 D.—Double modifier τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; 9:13. ἡ πόρνη ἡ μεγάλη ἡ καθημένη 17:1.—Mk 5:36 τὸν λόγον λαλούμενον is prob. a wrong rdg. (B has τὸν λαλ., D τοῦτον τὸν λ. without λαλούμενον).—On the art. w. ὅλος, πᾶς, πολύς s. the words in question.
    η. As in the case of the poss. pron. (ε) and adj. (ζ), so it is w. other expressions that can modify a noun: ἡ κατʼ ἐκλογὴν πρόθεσις Ro 9:11. ἡ παρʼ ἐμοῦ διαθήκη 11:27. ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ 1 Cor 1:18. ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν Ro 7:10. ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν θεόν 1 Th 1:8. ἡ διακονία ἡ εἰς τοὺς ἁγίους 2 Cor 8:4.
    θ. The art. precedes the noun when a demonstrative pron. (ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος) belonging with it comes before or after; e.g.: οὗτος ὁ ἄνθρωπος Lk 14:30; J 9:24. οὗτος ὁ λαός Mk 7:6. οὗτος ὁ υἱός μου Lk 15:24. οὗτος ὁ τελώνης 18:11 and oft. ὁ ἄνθρωπος οὗτος Mk 14:71; Lk 2:25; 23:4, 14, 47. ὁ λαὸς οὗτος Mt 15:8. ὁ υἱός σου οὗτος Lk 15:30 and oft.—ἐκείνη ἡ ἡμέρα Mt 7:22; 22:46. ἐκ. ἡ ὥρα 10:19; 18:1; 26:55. ἐκ. ὁ καιρός 11:25; 12:1; 14:1. ἐκ. ὁ πλάνος 27:63 and oft. ἡ οἰκία ἐκείνη Mt 7:25, 27. ἡ ὥρα ἐκ. 8:13; 9:22; ἡ γῆ ἐκ. 9:26, 31; ἡ ἡμέρα ἐκ. 13:1. ὁ ἀγρὸς ἐκ. vs. 44 and oft.—ὁ αὐτός s. αὐτός 3b.
    ι. An art. before a nom. noun makes it a vocative (as early as Hom.; s. KBrugman4-AThumb, Griech. Gramm. 1913, 431; Schwyzer II 63f; B-D-F §147; Rob. 769. On the LXX Johannessohn, Kasus 14f.—ParJer 1:1 Ἰερεμία ὁ ἐκλεκτός μου; 7:2 χαῖρε Βαρούχι ὁ οἰκονόμος τῆς πίστεως) ναί, ὁ πατήρ Mt 11:26. τὸ κοράσιον, ἔγειρε Mk 5:41. Cp. Mt 7:23; 27:29 v.l.; Lk 8:54; 11:39; 18:11, 13 (Goodsp, Probs. 85–87); J 19:3 and oft.
    Adjectives become substantives by the addition of the art.
    α. ὁ πονηρός Eph 6:16. οἱ σοφοί 1 Cor 1:27. οἱ ἅγιοι, οἱ πλούσιοι, οἱ πολλοί al. Likew. the neut. τὸ κρυπτόν Mt 6:4. τὸ ἅγιον 7:6. τὸ μέσον Mk 3:3. τὸ θνητόν 2 Cor 5:4. τὰ ἀδύνατα Lk 18:27. τὸ ἔλαττον Hb 7:7. Also w. gen. foll. τὰ ἀγαθά σου Lk 16:25. τὸ μωρόν, τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ 1 Cor 1:25; cp. vs. 27f. τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ Ro 1:19. τὰ ἀόρατα τοῦ θεοῦ vs. 20. τὸ ἀδύνατον τοῦ νόμου 8:3. τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης 2 Cor 4:2.
    β. Adj. attributes whose noun is customarily omitted come to have substantive force and therefore receive the art. (B-D-F §241; Rob. 652–54) ἡ περίχωρος Mt 3:5; ἡ ξηρά 23:15 (i.e. γῆ). ἡ ἀριστερά, ἡ δεξιά (sc. χείρ) 6:3. ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Ac 16:11. ἡ ἔρημος (sc. χώρα) Mt 11:7.
    γ. The neut. of the adj. w. the art. can take on the mng. of an abstract noun (Thu. 1, 36, 1 τὸ δεδιός=fear; Herodian 1, 6, 9; 1, 11, 5 τὸ σεμνὸν τῆς παρθένου; M. Ant. 1, 1; Just., D. 27, 2 διὰ τὸ σκληροκάρδιον ὑμῶν καὶ ἀχάριστον εἰς αὐτόν) τὸ χρηστὸν τοῦ θεοῦ God’s kindness Ro 2:4. τὸ δυνατόν power 9:22. τὸ σύμφορον benefit 1 Cor 7:35. τὸ γνήσιον genuineness 2 Cor 8:8. τὸ ἐπιεικές Phil 4:5 al.
    δ. The art. w. numerals indicates, as in Il. 5, 271f; X. et al. (HKallenberg, RhM 69, 1914, 662ff), that a part of a number already known is being mentioned (Diod S 18, 10, 2 τρεῖς μὲν φυλὰς … τὰς δὲ ἑπτά=‘but the seven others’; Plut., Cleom. 804 [8, 4] οἱ τέσσαρες=‘the other four’; Polyaenus 6, 5 οἱ τρεῖς=‘the remaining three’; Diog. L. 1, 82 Βίας προκεκριμένος τῶν ἑπτά=Bias was preferred before the others of the seven [wise men]. B-D-F §265): οἱ ἐννέα the other nine Lk 17:17. Cp. 15:4; Mt 18:12f. οἱ δέκα the other ten (disciples) 20:24; Mk 10:41; lepers Lk 17:17. οἱ πέντε … ὁ εἷς … ὁ ἄλλος five of them … one … the last one Rv 17:10.
    The ptc. w. the art. receives
    α. the mng. of a subst. ὁ πειράζων the tempter Mt 4:3; 1 Th 3:5. ὁ βαπτίζων Mk 6:14. ὁ σπείρων Mt 13:3; Lk 8:5. ὁ ὀλεθρεύων Hb 11:28. τὸ ὀφειλόμενον Mt 18:30, 34. τὸ αὐλούμενον 1 Cor 14:7. τὸ λαλούμενον vs. 9 (Just., D. 32, 3 τὸ ζητούμενον). τὰ γινόμενα Lk 9:7. τὰ ἐρχόμενα J 16:13. τὰ ἐξουθενημένα 1 Cor 1:28. τὰ ὑπάρχοντα (s. ὑπάρχω 1). In Engl. usage many of these neuters are transl. by a relative clause, as in β below. B-D-F §413; Rob. 1108f.
    β. the mng. of a relative clause (Ar. 4, 2 al. οἱ νομίζοντες) ὁ δεχόμενος ὑμᾶς whoever receives you Mt 10:40. τῷ τύπτοντί σε Lk 6:29. ὁ ἐμὲ μισῶν J 15:23. οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον τὸ δεδομένον (ὸ̔ δέδοται) Ac 4:12. τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς Gal 1:7. Cp. Lk 7:32; 18:9; J 12:12; Col 2:8; 1 Pt 1:7; 2J 7; Jd 4 al. So esp. after πᾶς: πᾶς ὁ ὀργιζόμενος everyone who becomes angry Mt 5:22. πᾶς ὁ κρίνων Ro 2:1 al. After μακάριος Mt 5:4, 6, 10. After οὐαὶ ὑμῖν Lk 6:25.
    The inf. w. neut. art. (B-D-F §398ff; Rob. 1062–68) is used in a number of ways.
    α. It stands for a noun (B-D-F §399; Rob. 1062–66) τὸ (ἀνίπτοις χερσὶν) φαγεῖν Mt 15:20. τὸ (ἐκ νεκρῶν) ἀναστῆναι Mk 9:10. τὸ ἀγαπᾶν 12:33; cp. Ro 13:8. τὸ ποιῆσαι, τὸ ἐπιτελέσαι 2 Cor 8:11. τὸ καθίσαι Mt 20:23. τὸ θέλειν Ro 7:18; 2 Cor 8:10.—Freq. used w. preps. ἀντὶ τοῦ, διὰ τό, διὰ τοῦ, ἐκ τοῦ, ἐν τῷ, ἕνεκεν τοῦ, ἕως τοῦ, μετὰ τό, πρὸ τοῦ, πρὸς τό etc.; s. the preps. in question (B-D-F §402–4; Rob. 1068–75).
    β. The gen. of the inf. w. the art., without a prep., is esp. frequent (B-D-F §400; Mlt. 216–18; Rob. 1066–68; DEvans, ClQ 15, 1921, 26ff). The use of this inf. is esp. common in Lk and Paul, less freq. in Mt and Mk, quite rare in other writers. The gen. stands
    א. dependent on words that govern the gen.: ἄξιον 1 Cor 16:4 (s. ἄξιος 1c). ἐξαπορηθῆναι τοῦ ζῆν 2 Cor 1:8. ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι Lk 1:9 (cp. 1 Km 14:47 v.l. Σαοὺλ ἔλαχεν τοῦ βασιλεύειν).
    ב. dependent on a noun (B-D-F §400, 1; Rob. 1066f) ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν Lk 1:57. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν 2:6. ἐξουσία τοῦ πατεῖν 10:19. εὐκαιρία τοῦ παραδοῦναι 22:6. ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι Ac 27:20; τοῦ μετέχειν 1 Cor 9:10. ἐπιποθία τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:23. χρείαν ἔχειν τοῦ διδάσκειν Hb 5:12. καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι 1 Pt 4:17. τ. ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι the power that enables him Phil 3:21. ἡ προθυμία τοῦ θέλειν zeal in desiring 2 Cor 8:11.
    ג. Somet. the connection w. the noun is very loose, and the transition to the consecutive sense (=result) is unmistakable (B-D-F §400, 2; Rob. 1066f): ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν Lk 2:21. ὀφειλέται … τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν Ro 8:12. εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι 1:24. ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν 11:8. τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν 1 Cor 10:13.
    ד. Verbs of hindering, ceasing take the inf. w. τοῦ μή (s. Schwyzer II 372 for earlier Gk; PGen 16, 23 [207 A.D.] κωλύοντες τοῦ μὴ σπείρειν; LXX; ParJer 2:5 φύλαξαι τοῦ μὴ σχίσαι τὰ ἱμάτιά σου): καταπαύειν Ac 14:18. κατέχειν Lk 4:42. κρατεῖσθαι 24:16. κωλύειν Ac 10:47. παύειν 1 Pt 3:10 (Ps 33:14). ὑποστέλλεσθαι Ac 20:20, 27. Without μή: ἐγκόπτεσθαι τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:22.
    ה. The gen. of the inf. comes after verbs of deciding, exhorting, commanding, etc. (1 Ch 19:19; ParJer 7:37 διδάσκων αὐτοὺ τοῦ ἀπέχεσθαι) ἐγένετο γνώμης Ac 20:3. ἐντέλλεσθαι Lk 4:10 (Ps 90:11). ἐπιστέλλειν Ac 15:20. κατανεύειν Lk 5:7. κρίνειν Ac 27:1. παρακαλεῖν 21:12. προσεύχεσθαι Js 5:17. τὸ πρόσωπον στηρίζειν Lk 9:51. συντίθεσθαι Ac 23:20.
    ו. The inf. w. τοῦ and τοῦ μή plainly has final (=purpose) sense (ParJer 5:2 ἐκάθισεν … τοῦ ἀναπαῆναι ὀλίγον; Soph., Lex. I 45f; B-D-F §400, 5 w. exx. fr. non-bibl. lit. and pap; Rob. 1067): ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν a sower went out to sow Mt 13:3. ζητεῖν τοῦ ἀπολέσαι = ἵνα ἀπολέσῃ 2:13. τοῦ δοῦναι γνῶσιν Lk 1:77. τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας vs. 79. τοῦ σινιάσαι 22:31. τοῦ μηκέτι δουλεύειν Ro 6:6. τοῦ ποιῆσαι αὐτά Gal 3:10. τοῦ γνῶναι αὐτόν Phil 3:10. Cp. Mt 3:13; 11:1; 24:45; Lk 2:24, 27; 8:5; 24:29; Ac 3:2; 20:30; 26:18; Hb 10:7 (Ps 39:9); 11:5; GJs 2:3f; 24:1.—The apparently solecistic τοῦ πολεμῆσαι Ro 12:7 bears a Semitic tinge, cp. Hos 9:13 et al. (Mussies 96).—The combination can also express
    ז. consecutive mng. (result): οὐδὲ μετεμελήθητε τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ you did not change your minds and believe him Mt 21:32. τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα Ro 7:3. τοῦ ποιεῖν τὰ βρέφη ἔκθετα Ac 7:19. Cp. 3:12; 10:25.
    The art. is used w. prepositional expressions (Artem. 4, 33 p. 224, 7 ὁ ἐν Περγάμῳ; 4, 36 ὁ ἐν Μαγνησίᾳ; 4 [6] Esdr [POxy 1010 recto, 8–12] οἱ ἐν τοῖς πεδίοις … οἱ ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ μετεώροις; Tat. 31, 2 οἱ μὲν περὶ Κράτητα … οἱ δὲ περὶ Ἐρατοσθένη) τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς Ro 16:1. ταῖς ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Rv 1:4. τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν (w. place name) ἐκκλησίας 2:1, 8, 12, 18; 3:1, 7, 14 (on these pass. RBorger, TRu 52, ’87, 42–45). τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ to those in the house Mt 5:15. πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τ. οὐρανοῖς 6:9. οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας Hb 13:24. οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ro 8:1. οἱ ἐξ ἐριθείας 2:8. οἱ ἐκ νόμου 4:14; cp. vs. 16. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας Phil 4:22. οἱ ἐξ εὐωνύμων Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον … τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; cp. 9:13. On 1:4 s. ref in B-D-F §136, 1 to restoration by Nestle. οἱ παρʼ αὐτοῦ Mk 3:21. οἱ μετʼ αὐτοῦ Mt 12:3. οἱ περὶ αὐτόν Mk 4:10; Lk 22:49 al.—Neut. τὰ ἀπὸ τοῦ πλοίου pieces of wreckage fr. the ship Ac 27:44 (difft. FZorell, BZ 9, 1911, 159f). τὰ περί τινος Lk 24:19, 27; Ac 24:10; Phil 1:27 (Tat. 32, 2 τὰ περὶ θεοῦ). τὰ περί τινα 2:23. τὰ κατʼ ἐμέ my circumstances Eph 6:21; Phil 1:12; Col 4:7. τὰ κατὰ τὸν νόμον what (was to be done) according to the law Lk 2:39. τὸ ἐξ ὑμῶν Ro 12:18. τὰ πρὸς τὸν θεόν 15:17; Hb 2:17; 5:1 (X., Resp. Lac. 13, 11 ἱερεῖ τὰ πρὸς τοὺς θεούς, στρατηγῷ δὲ τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους). τὰ παρʼ αὐτῶν Lk 10:7. τὸ ἐν ἐμοί the (child) in me GJs 12:2 al.
    w. an adv. or adverbial expr. (1 Macc 8:3) τὸ ἔμπροσθεν Lk 19:4. τὸ ἔξωθεν Mt 23:25. τὸ πέραν Mt 8:18, 28. τὰ ἄνω J 8:23; Col 3:1f. τὰ κάτω J 8:23. τὰ ὀπίσω Mk 13:16. τὰ ὧδε matters here Col 4:9. ὁ πλησίον the neighbor Mt 5:43. οἱ καθεξῆς Ac 3:24. τὸ κατὰ σάρκα Ro 9:5. τὸ ἐκ μέρους 1 Cor 13:10.—Esp. w. indications of time τό, τὰ νῦν s. νῦν 2b. τὸ πάλιν 2 Cor 13:2. τὸ λοιπόν 1 Cor 7:29; Phil 3:1. τὸ πρῶτον J 10:40; 12:16; 19:39. τὸ πρότερον 6:62; Gal 4:13. τὸ καθʼ ἡμέραν daily Lk 11:3.—τὸ πλεῖστον at the most 1 Cor 14:27.
    The art. w. the gen. foll. denotes a relation of kinship, ownership, or dependence: Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου Mt 10:2 (Thu. 4, 104 Θουκυδίδης ὁ Ὀλόρου [sc. υἱός]; Plut., Timol. 3, 2; Appian, Syr. 26 §123 Σέλευκος ὁ Ἀντιόχου; Jos., Bell. 5, 5; 11). Μαρία ἡ Ἰακώβου Lk 24:10. ἡ τοῦ Οὐρίου the wife of Uriah Mt 1:6. οἱ Χλόης Chloë’s people 1 Cor 1:11. οἱ Ἀριστοβούλου, οἱ Ναρκίσσου Ro 16:10f. οἱ αὐτοῦ Ac 16:33. οἱ τοῦ Χριστοῦ 1 Cor 15:23; Gal 5:24. Καισάρεια ἡ Φιλίππου Caesarea Philippi i.e. the city of Philip Mk 8:27.—τό, τά τινος someone’s things, affairs, circumstances (Thu. 4, 83 τὰ τοῦ Ἀρριβαίου; Parthenius 1, 6; Appian, Syr. 16 §67 τὰ Ῥωμαίων) τὰ τοῦ θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων Mt 16:23; 22:21; Mk 8:33; cp. 1 Cor 2:11. τὰ τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος Ro 8:5; cp. 14:19; 1 Cor 7:33f; 13:11. τὰ ὑμῶν 2 Cor 12:14. τὰ τῆς ἀσθενείας μου 11:30. τὰ τοῦ νόμου what the law requires Ro 2:14. τὸ τῆς συκῆς what has been done to the fig tree Mt 21:21; cp. 8:33. τὰ ἑαυτῆς its own advantage 1 Cor 13:5; cp. Phil 2:4, 21. τὸ τῆς παροιμίας what the proverb says 2 Pt 2:22 (Pla., Theaet. 183e τὸ τοῦ Ὁμήρου; Menand., Dyscolus 633 τὸ τοῦ λόγου). ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου in my Father’s house (so Field, Notes 50–56; Goodsp. Probs. 81–83; difft., ‘interests’, PTemple, CBQ 1, ’39, 342–52.—In contrast to the other synoptists, Luke does not elsewhere show Jesus ‘at home’.) Lk 2:49 (Lysias 12, 12 εἰς τὰ τοῦ ἀδελφοῦ; Theocr. 2, 76 τὰ Λύκωνος; pap in Mayser II [1926] p. 8; POxy 523, 3 [II A.D.] an invitation to a dinner ἐν τοῖς Κλαυδίου Σαραπίωνος; PTebt 316 II, 23 [99 A.D.] ἐν τοῖς Ποτάμωνος; Esth 7:9; Job 18:19; Jos., Ant. 16, 302. Of the temple of a god Jos., C. Ap. 1, 118 ἐν τοῖς τοῦ Διός). Mt 20:15 is classified here by WHatch, ATR 26, ’44, 250–53; s. also ἐμός b.
    The neut. of the art. stands
    α. before whole sentences or clauses (Epict. 4, 1, 45 τὸ Καίσαρος μὴ εἶναι φίλον; Prov. Aesopi 100 P. τὸ Οὐκ οἶδα; Jos., Ant. 10, 205; Just., D. 33, 2 τὸ γὰρ … [Ps 109:4]) τὸ Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις κτλ. (quot. fr. the Decalogue) Mt 19:18; Ro 13:9. τὸ Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη (quot. fr. Is 53:12) Lk 22:37. Cp. Gal 5:14. τὸ Εἰ δύνῃ as far as your words ‘If you can’ are concerned Mk 9:23. Likew. before indirect questions (Vett. Val. 291, 14 τὸ πῶς τέτακται; Ael. Aristid. 45, 15 K. τὸ ὅστις ἐστίν; ParJer 6:15 τὸ πῶς ἀποστείλης; GrBar 8:6 τὸ πῶς ἐταπεινώθη; Jos., Ant. 20, 28 ἐπὶ πείρᾳ τοῦ τί φρονοῖεν; Pel.-Leg. p. 20, 32 τὸ τί γένηται; Mel., Fgm. 8, 2 [Goodsp. p. 311] τὸ δὲ πῶς λούονται) τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτό Lk 1:62. τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν 9:46. τὸ πῶς δεῖ ὑμᾶς περιπατεῖν 1 Th 4:1. Cp. Lk 19:48; 22:2, 4, 23f; Ac 4:21; 22:30; Ro 8:26; Hs 8, 1, 4.
    β. before single words which are taken fr. what precedes and hence are quoted, as it were (Epict. 1, 29, 16 τὸ Σωκράτης; 3, 23, 24; Hierocles 13 p. 448 ἐν τῷ μηδείς) τὸ ‘ἀνέβη’ Eph 4:9. τὸ ‘ἔτι ἅπαξ’ Hb 12:27. τὸ ‘Ἁγάρ’ Gal 4:25.
    Other notable uses of the art. are
    α. the elliptic use, which leaves a part of a sentence accompanied by the art. to be completed fr. the context: ὁ τὰ δύο the man with the two (talents), i.e. ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβών Mt 25:17; cp. vs. 22. τῷ τὸν φόρον Ro 13:7. ὁ τὸ πολύ, ὀλίγον the man who had much, little 2 Cor 8:15 after Ex 16:18 (cp. Lucian, Bis Accus. 9 ὁ τὴν σύριγγα [sc. ἔχων]; Arrian, Anab. 7, 8, 3 τὴν ἐπὶ θανάτῳ [sc. ὁδόν]).
    β. Σαῦλος, ὁ καὶ Παῦλος Ac 13:9; s. καί 2h.
    γ. the fem. art. is found in a quite singular usage ἡ οὐαί (ἡ θλῖψις or ἡ πληγή) Rv 9:12; 11:14. Sim. ὁ Ἀμήν 3:14 (here the masc. art. is evidently chosen because of the alternate name for Jesus).
    One art. can refer to several nouns connected by καί
    α. when various words, sing. or pl., are brought close together by a common art.: τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς Mt 2:4; cp. 16:21; Mk 15:1. ἐν τοῖς προφήταις κ. ψαλμοῖς Lk 24:44. τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ Ac 1:8; cp. 8:1; Lk 5:17 al.—Even nouns of different gender can be united in this way (Aristoph., Eccl. 750; Ps.-Pla., Axioch. 12 p. 37a οἱ δύο θεοί, of Apollo and Artemis; Ps.-Demetr., Eloc. c. 292; PTebt 14, 10 [114 B.C.]; En 18:14; EpArist 109) κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας Col 2:22. Cp. Lk 1:6. εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς 14:23.
    β. when one and the same person has more than one attribute applied to him: πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν J 20:17. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου Ἰ. Ro 15:6; 2 Cor 1:3; 11:31; Eph 1:3; 1 Pt 1:3. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ (ἡμῶν) Eph 5:20; Phil 4:20; 1 Th 1:3; 3:11, 13. Of Christ: τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος 2 Pt 1:11; cp. 2:20; 3:18. τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Tit 2:13 (PGrenf II, 15 I, 6 [139 B.C.] of the deified King Ptolemy τοῦ μεγάλου θεοῦ εὐεργέτου καὶ σωτῆρος [ἐπιφανοῦς] εὐχαρίστου).
    γ. On the other hand, the art. is repeated when two different persons are named: ὁ φυτεύων καὶ ὁ ποτίζων 1 Cor 3:8. ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμών Ac 26:30.
    In a fixed expression, when a noun in the gen. is dependent on another noun, the art. customarily appears twice or not at all: τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ 1 Cor 3:16; πνεῦμα θεοῦ Ro 8:9. ὁ λόγος τοῦ θεοῦ 2 Cor 2:17; λόγος θεοῦ 1 Th 2:13. ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου 2 Th 2:2; ἡμ. κ. 1 Th 5:2. ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου Mt 8:20; υἱ. ἀ. Hb 2:6. ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν Mt 22:31; ἀ. ν. Ac 23:6. ἡ κοιλία τῆς μητρός J 3:4; κ. μ. Mt 19:12.—APerry, JBL 68, ’49, 329–34; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 93–95.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία >

  • 19 ΜΈΡος

    ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ΜΈΡος

  • 20 ἐπιδίδωμι

    A give besides,

    τινί τι Il.23.559

    , Hdt.2.121.δ',al., E.Med. 186 (anap.), Ba. 1128, etc.: abs., Hes.Op. 396, etc.
    2. give in dowry, ὅσσ'

    οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί Il.9.148

    , cf. Lys.16.10, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.), X.Cyr.8.5.19.
    b. esp. contribute as a `benevolence', for the purpose of supplying state necessities, opp. εἰσφέρειν (which was compulsory), Is.5.37; ἐκ τῶν ἰδίων ἐ. Din.1.80;

    τριήρη ἐπέδωκεν D.21.160

    ;

    ἐπέδωκα τὰ χρήματα Id.18.113

    ;

    τὸ κοινὸν ἐπέδωκε τῷ θεῷ SIG 489.9

    (Delph., iii B.C.); but also,
    c. offer money as a bribe or consideration, X.Ath.3.3.
    3. give freely, bestow, Th.4.11, Ar. Pax 333;

    ὑμῖν τῶν ἑαυτοῦ τι Lys.30.26

    ;

    ἐ. τοῦ ἑαυτοῦ μέρους X.Cyr.1.5.1

    ; τὸν

    ἑαυτοῦ [ζῆλον] εἰς τὴν φιλοδοξίαν Inscr.Prien.114.12

    (i B.C.).
    4. ἐπιδιδόναι ἑαυτόν give oneself up, devote oneself, τινί to one, Ar.Th. 213, cf. Luc.Peregr.13;

    εἴς τι SIG495.124

    (Olbia, iii B.C.), cf. Hdn. 3.4.1; εἰς πᾶν τό σοι χρήσιμον ἐμαυτὸν ἐ. UPZ62.9 (ii B.C.); also (sc. ἑαυτὸν)

    ἐπιδιδόναι εἰς τρυφήν Ath.12.525e

    ;

    εἰς ὑπερηφανίαν Nymphis 15

    ;

    ἐ. ἑαυτὸν τῇ πνεούσῃ Luc.Herm.28

    : abs., ἐπιδόντες ἐφερόμεθα ran before the wind, Act.Ap.27.15.
    5. give into another's hands, deliver,

    ἐπιστολήν τινι D.S.14.47

    (dub.l.), Act.Ap.15.30;

    χρηματισμόν LXX 2 Ma.11.17

    ;

    γραμματεῖον Luc.Peregr.16

    : abs., of petitions, freq. in Pap., BGU45, etc.; of reports or returns, POxy.255.16 (i A.D.), etc.:—[voice] Pass., OGI515.37 (Mylasa, iii A.D.), Just.Nov.53.3.1.
    6. ἐ. ψῆφον τοῖς πολίταις give them power to vote, Plu.Num.7.
    7. dictate, opp. γράφειν, D.Chr.18.18.
    II. [voice] Med., take as one's witness, θεοὺς ἐπιδώμεθα ` give each other our gods', Il.22.254:—in Il.10.463, Aristarch. read σὲ γὰρ πρώτην.. ἐπιδωσόμεθ', perh. in the same sense, though Apollon. and Scholl. explain it by δώροις τιμήσομεν: cf. περιδίδωμι.
    III. in Prose, freq. intr., increase, advance,

    ἐς ὕψος Hdt.2.13

    ;

    καθ' ἡμέραν ἐς τὸ ἀγριώτερον Th.6.60

    ;

    ἐς τὸ μισεῖσθαι Id.8.83

    ; ἐπὶ τὸ μεῖζον ib.24;

    ἐπὶ τὸ βέλτιον Hp.Aph.1.3

    , Pl.Prt. 318a; εἰς ὄγκον πρὸς ἀρετήν increase in virtue Id.Lg. 913b;

    πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.3.32

    : and abs., grow, Pl.Euthd. 271b; advance, improve, Th.6.72, 7.8; βελτίων ἔσται καὶ ἐ. Pl.Prt. 318c, cf. Cra. 41ce, Tht. 146b, 150d, Isoc.9.68, etc.; ἐ. πάμπολυ [ἡ μάχη] waxes great, Pl.Tht. 179d.
    2. = ἐνδίδωμι v, give in, give way,

    ἐ. ἐπίδοσιν τοῖσι ἕλκουσι Hp.Art.72

    , cf. Gal.6.5, Sor.1.103.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδίδωμι

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • Σαρωνικός — Βαθύς κόλπος μεταξύ της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολική χερσόνησος) που κλείνεται από το ακρωτήριο Σούνιο και Δ από το ακρωτήριο Σπαθί ή Σκύλαιον της Αργολικής χερσονήσου. Ο Σαρωνικός είναι αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… …   Dictionary of Greek

  • σινοθιβετανικές γλώσσες — Οικογένεια γλωσσών (λέγονται επίσης ινδοκινεζικές ή θιβετοκινεζικές) που τις μιλούν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων στη νοτιοανατολική Ασία. Οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών ομάδων που αποτελούν αυτή την οικογένεια δεν έχουν ασφαλώς… …   Dictionary of Greek

  • κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»